οδοντογιατρός

οδοντογιατρός
ο
βλ. οδοντίατρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οδοντογιατρός — ο βλ. οδοντίατρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοντίατρος — και οδοντογιατρός και οδοντοϊατρός, ο γιατρός ειδικευμένος στη θεραπεία και την υγιεινή τών δοντιών …   Dictionary of Greek

  • απονευρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αφαιρώ ή νεκρώνω νεύρο: Ο οδοντογιατρός απονεύρωσε σήμερα το δόντι μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοντίατρος — ο γιατρός για τα δόντια, οδοντογιατρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”